ντόπιος

ντόπιος
α, ο
1) местный; туземный, коренной; 2) производимый в данной стране; отечественный [ν]τορβάς ο см. [ν]τουρβάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ντόπιος" в других словарях:

  • ντόπιος — α, ο (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στον τόπο όπου γεννήθηκε ή κατασκευάστηκε, εγχώριος, ιθαγενής, γηγενής, αυτόχθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντόπιος (< ἐν + τόπος) με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • (ε)ντόπιος — ια, ιο 1. (για πράγματα), που ανήκει σε κάποιο τόπο, που γίνεται ή παράγεται σ αυτόν, εγχώριος: Εντόπια μήλα. 2. (για ανθρώπους), το αρσ. και θηλ. ως ουσ., (ε)ντόπιος, ο (ε)ντόπια, η ιθαγενής, γηγενής. ντόπιος ια, ιο εντόπιος, γηγενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντόπιος — α, ο και ντόπιος, α, ο (AM ἐντόπιος, ία, ον και ἐντόπιος, ον, Μ και ντόπιος, α, ο) 1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.) 2. ως ουσ. ο εντόπιος αυτόχθονος,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • γερλής — ο ο ντόπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. yerli «ντόπιος»] …   Dictionary of Greek

  • ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …   Dictionary of Greek

  • Φράγκος — ο, ΝΜ, θηλ. Φράγκα και Φράγκισσα Ν 1. κάτοικος τής δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση 2. Ρωμαιοκαθολικός νεοελλ. στον πληθ. οι Φράγκοι γερμανικός λαός που εγκαταστάθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα στη δεξιά όχθη τού Ρήνου και αργότερα στη ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • έντοπος — ἔντοπος, ον (Α) 1. αυτός που ζει σ έναν τόπο ή κοντά σ έναν τόπο 2. ξένος που βρίσκεται σ έναν τόπο 3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος …   Dictionary of Greek

  • έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… …   Dictionary of Greek

  • αυθιγενής — αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής 2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος 3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή 4. γνήσιος, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + γενής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»